εμπορεύσιμος

εμπορεύσιμος
η , ο [ος , ον ] товарный, продажный, предназначенный для торговли;

εμπορεύσιμος χαρακτήρας των σιτηρών — товарность зерна


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "εμπορεύσιμος" в других словарях:

  • εμπορεύσιμος — η, ο αυτός που μπορεί να γίνει αντικείμενο εμπορίου, αγοραπωλησίας, που αξίζει τον κόπο να τόν εμπορευθεί κανείς …   Dictionary of Greek

  • εμπορεύσιμος — η, ο που μπορεί να γίνει αντικείμενο εμπορίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»